- προσκαταλλάττομαι
- Α·1. συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι επιπρόσθετα2. συμβιβάζομαι επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταλλάττομαι «ανταλλάσσω, συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκαταλλαγῆναι — προσκαταλλάττομαι become reconciled besides aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλλάττονται — προσκαταλλάττομαι become reconciled besides pres ind mp 3rd pl (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)